-
1 палатка
палатка ж 1) η τέντα, η σκηνή; поставить (или разбить) \палаткау στήνω τέντα 2) (ларёк) το περίπτερο* * *ж1) η τέντα, η σκηνήпоста́вить ( или разби́ть) пала́тку — στήνω τέντα
2) ( ларёк) το περίπτερο
См. также в других словарях:
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek